Από διάφορες πηγές πληροφορούμαστε ότι στα παλιότερα χρόνια όταν η Πεντάγυια ήταν κτισμένη στους λόφους νοτιότερα της σημερινής τοποθεσίας, προμηθευόταν το νερό από τρία πηγάδια.

Το μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου προμηθευόταν το απαραίτητο νερό από μια στέρνα μέσα στην οποία μαζευόταν το νερό από τα κεραμίδια των διαφόρων κτιρίων.

Όταν η κοινότητα μετακινήθηκε σταδιακά βορειότερα στην σημερινή της τοποθεσία, τα περισσότερα σπίτια ανόρυξαν τα δικά τους πηγάδια, εκμεταλλευόμενοι το μεγάλο υδροφόρο στρώμα που υπήρχε κάτω από την κοινότητα.

Το νερό από τα πηγάδια αρχικά αντλείτο με κάδο, σχοινί και αλακάτι, ενώ αργότερα στην δεκαετία του 1940 οι κάτοικοι αγόραζαν χειροκίνητες αντλίες.

Στην αρχή της δεκαετίας του 1950 οι κάτοικοι της Πεντάγυιας συμφώνησαν να αγοράσουν νερό από τα λαγούμια της Μονής Κύκκου, το οποίο αποχέτευαν σε ντεπόζιτο που ανήγειραν σε ψηλό σημείο νότια της Κοινότητας.

Το νερό διοχετευόταν στην Κοινότητα μέσω 28 φουντάνων που κτίστηκαν σε διάφορες τοποθεσίες του χωριού, συμπεριλαμβανομένων της αυλής του σχολείου και της εκκλησίας.

Στην αρχή της δεκαετίας του 1960 άρχισε η κατ’ οίκον διανομή νερού των λαγουμιών στην κοινότητα και λόγω του ότι αυτό δεν αρκούσε, οι κάτοικοι ζήτησαν και πήραν το νερό από διάτρηση που ανόρυξε το 1966 η κυβέρνηση. Σε αυτήν οι κάτοικοι τοποθέτησαν ηλεκτροτουρπίνα. Αυτό τους επέτρεψε να κατασκευάσουν μεγάλο ντεπόζιτο σε ένα πιο ψηλό μέρος ώστε να καλύπτονται και τα σπίτια που άρχισαν να κτίζονται σε πιο ψηλό υψόμετρο, στη νότια πλευρά της κοινότητας.

Αναφορικά με την άρδευση των κήπων της κοινότητας, μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1930, μόνο χειμερινές φυτείες μπορούσαν να γίνουν, γιατί δεν υπήρχε νερό για καλοκαιρινές φυτείες, λόγω του ότι το νερό των τριών ποταμών της Πεντάγυιας λιγόστευε πολύ ή στέρευε. Οι κάτοικοι καλλιεργούσαν φυτείες από εποχιακά, όπως λουβιά, μποστάνια και άλλα, τις οποίες δεν πότιζαν καθόλου ή πότιζαν όταν υπήρχαν βροχές και έτρεχε νερό στους ποταμούς.

Συχνές ήταν οι προστριβές των κατοίκων με τους μοναχούς της Μονής Κύκκου επειδή «έκλεβαν» το νερό του Μοναστηρίου για να ποτίσουν τις φυτείες τους. Μετά από συμβιβασμό η Μονή παραχώρησε νερό για άρδευση στους κατοίκους της κοινότητας για λίγες μόνο ώρες κάθε εβδομάδα.

Την περίοδο 1938-39 δόθηκε άδεια από τον Επαρχιακό Διοικητή Λεύκας  στους κατοίκους της Πεντάγυιας να ανορύξουν 17 πηγάδια και να τα συνδέσουν υπόγεια.

Ανευρέθηκε ικανοποιητική ποσότητα νερού και οι κάτοικοι ίδρυσαν μετοχική αρδευτική επιτροπή, η οποία κατένειμε το αρδεύσιμο νερό  στους μετόχους ανάλογα με τις μετοχές που αγόραζαν και τις ώρες νερού που δικαιούνταν.

Στις αρχές της δεκαετίας του 1950 άρχισε στην Πεντάγυια η ανόρυξη γεωτρήσεων σε βάθος μέχρι και 500 πόδια και η εγκατάσταση ηλεκτροτουρμπίνων. Το νερό ήταν αρκετό για να αναπτυχθεί σημαντικά η γεωργική καλλιέργεια κυρίως μπιζελιού και πατατών.

Το 1956 η Μονή Κύκκου ενοικίασε 4000 περίπου στρέμματα γης στην εταιρεία Αρχάγγελος, ο διευθυντής της οποίας ήταν ο Μαγγλής και τα ανέπτυξε σε ένα μοντέρνο αγρόκτημα εφάμιλλο των αγροκτημάτων Φασουρίου και Λανίτη. Αυτή η ανάπτυξη προϋπόθετε σημαντικές ποσότητες αρδεύσιμου νερού, το οποίο αντλείτο από περίπου 20 διατρήσεις που διανοίχτηκαν κατόπιν φυσικά εγκρίσεως από την Επαρχιακή Διοίκηση,  σε όλη την Πεντάγυια.

Διατρήσεις επί της κοίτης του ποταμού Καρκώτη ανόρυξε η κυβέρνηση και με κατάλληλες διασωληνώσεις το νερό χρησιμοποιείται μέχρι σήμερα για τη μερική ύδρευση της πόλης της Λευκωσίας.